- ἀνηκής
- ἀνηκής, ές, ([etym.] ἄκος) = foreg., S.Fr.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανηκής — ἀνηκής, ές (Α) ο ανήκεστος* … Dictionary of Greek
ἀνηκές — ἀνηκής masc/fem voc sg ἀνηκής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek